περίσσα

περίσσα
Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Θήρας του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Εμπορείου.
* * *
και περίσσια και περισσά ΝΜ
βλ. περίσσιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περισσά — περισσός beyond the regular number neut nom/voc/acc pl περισσά̱ , περισσός beyond the regular number fem nom/voc/acc dual περισσά̱ , περισσός beyond the regular number fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσᾷ — περισσός beyond the regular number fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσάν — περισσά̱ν , περισσός beyond the regular number fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσάς — περισσά̱ς , περισσός beyond the regular number fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίττας — περίσσᾱς , περιίζομαι sit round about aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίσσιος — και περίσσος, α, ο, ΝΜ 1. αυτός που πλεονάζει, που περισσεύει, ο περισσός, ο υπεράριθμος («εις τα περίσσια ανάμεσα κεριά και τες λαμπάδες», Σολωμ.) 2. άφθονος, πολύ πλούσιος σε κάτι («έχουν περίσσια κάλλη», Σολωμ.) 3. αυτός που ξεπερνά το μέτρο,… …   Dictionary of Greek

  • περισσός — ή, ό και περιττός, ή, ό / περισσός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσός, ή, ό Ν, και αττ. τ. περιττός, ή, όν, Α 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο, που περισσεύει, που πλεονάζει, περίσσιος, παραπανήσιος 2. άφθονος, πολύς 3. (στη νεοελλ. μόνον ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • Σαντορίνη — Νησί των Κυκλάδων, το νοτιότερο, μαζί με την Ανάφη, του νησιωτικού συμπλέγματος. Λέγεται και θήρα. Έχει έκταση 76 τ. χλμ. και πληθυσμό 8771 κατ. θήρα είναι το αρχαίο όνομα του νησιού· το όνομα Σαντορίνη παρουσιάζεται το 14o αι. Συχνά με τον όρο… …   Dictionary of Greek

  • Verwaltungsgliederung der Gemeinde Thira — Gemeinde Thira Δήμος Θήρας …   Deutsch Wikipedia

  • διπλός — ή, ό (AM διπλοῡς, ῆ, οῡν και διπλός, ή, όν Α και διπλόος, η, ον θηλ. και διπλέη) 1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο») 2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”